αιμοφάγος

αιμοφάγος
-ο
ο αιματοφάγος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + -φάγος < έφαγον, αόρ. τού τρώγω. Η λ. πλάστηκε από τον Αθαν. Χριστόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”